οργανοληπτικός

οργανοληπτικός
-ή, -ό
χημ. (σχετικά με ιδιότητες τών σωμάτων, όπως είναι η γεύση, η οσμή κ.λπ.) αυτός που γίνεται αντιληπτός από τα αντίστοιχα όργανα τών αισθήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. οrganoleptique (< όργανο + ληπτικός < ληπτός < λαμβάνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”