- οργανοληπτικός
- -ή, -όχημ. (σχετικά με ιδιότητες τών σωμάτων, όπως είναι η γεύση, η οσμή κ.λπ.) αυτός που γίνεται αντιληπτός από τα αντίστοιχα όργανα τών αισθήσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. οrganoleptique (< όργανο + ληπτικός < ληπτός < λαμβάνω)].
Dictionary of Greek. 2013.